ἐπιχάσκει

ἐπιχάσκει
ἐπιχαίνω
gape at
pres ind mp 2nd sg
ἐπιχαίνω
gape at
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχάσκω — ἐπιχάσκω (AM) μσν. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κάτι, επιθυμώ πολύ κάτι («ἡ φιλόϋλος ψυχὴ ταῑς ὕλαις ἐπιχάσκει», Κ. Μανασσ.) αρχ. (για επιφάνεια) έχω σχισμές, χάσματα («στρογγυλότητας ἐπιχασκούσας», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”